- αφάλλομαι
- ἀφάλλομαι (Α)1. πηδώ, αναπηδώ2. αντανακλώμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + άλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek
ԽԱՂԱՄ — (ացի, ա՛.) NBH 1 0915 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c չ. παίζω ludo προσπαίζω alludo, illudo κινοῦμαι moveor. Ի խաղս զուարճութեան պարապիլ. պարել. կաքաւել. ... LACKING 17 lines ԽԱՂԱԼ. ἁφάλλομαι, ἑξάλλομαι, ἑνάλλομαι… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)